- σάφα
- Αεπίρρ. (ποιητ. τ.)1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ' οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.)3. φρ. «σάφα λέγω» — λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίρρ. σάφα (πρβλ. κάρτα, τάχα) φαίνεται ότι είναι ο αρχαιότερος τ. τού συστήματος από τον οποίο σχηματίστηκε αρχικά το επίρρ. σαφ-έως (πρβλ. τάχα: ταχέως), στη συνέχεια το ουδ. σαφές με επιρρμ. χρήση και το συγκρ. σαφέστερον, απ' όπου το επίθ. σαφής. Καμία από τις ετυμολογήσεις που έχουν προταθεί για τους τ. δεν είναι ικανοποιητική. Κατά μία άποψη, πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό επιτατικό τ. σα- και β' συνθετικό -φα / -φής (πρβλ. φάος, φαίνω). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. σάος (βλ. λ. σώος, τύλη), ενώ κατ' άλλους με τον ιων. τ. σάω «κοσκινίζω» (βλ. λ. σήθω) + -φα (πρβλ. μέσφα). Η οικογένεια τών τ. σάφα / σαφής εκφράζει την έννοια τής πραγματικότητας με διαύγεια, διαφάνεια, ευκρίνεια, ενώ το επίθ. ἀληθής* είχε τη σημ. «αυτός που δεν είναι δυνατόν να κρυφθεί», από όπου «πραγματικός», το επίθ. ἀτρεκής την έννοια τής ακρίβειας και το επίθ. ἐτεός την έννοια τής αυθεντικότητας].
Dictionary of Greek. 2013.